-
1 δρόμοι
δρόμοςcourse: masc nom /voc pl -
2 γναμπτός
A curved, bent,ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369
; [full] μετὰγναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416
;πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401
;ὄνυχες γ. Hes.Op. 204
; γ. δρόμοι, of the diaulos, Pi.I.1.57; γ. χαλινούς, Hsch.2 supple, pliant, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead),ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669
, 24.359, Od.11.394, etc.3 metaph., pliable, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.24.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γναμπτός
-
3 δεκάδρομοι
δεκά-δρομοι, οἱ,A adults (i.e. those who have taken part in ten contests) (Cret.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάδρομοι
-
4 δρόμος
A course, race, in Il.mostly of horses,ἵπποισι τάθη δρόμος 23.375
; also of men, τέτατο δρόμος ib. 758; οὐρίῳ δρόμῳ with prosperous course, S.Aj. 889 (lyr.); ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ at full speed, Luc.Dom.10: of any quick movement, e. g. flight, A.Pers. 207: of Time, ἡμέρης δ. a day's running, i. e. the distance one can go in a day, Hdt.2.5;κατανύσαι τὸν προκείμενον δ. Id.8.98
;ἵππου δ. ἡμέρας D.19.273
: of Things, δ. νεφέλης, ἡλίου τε καὶ σελήνης, E.Ph. 163, Pl. Ax. 370b (pl.), etc.;οἱ δ. τῶν ἀστέρων Procl.Par.Ptol. 136
; δρόμῳ at a run, freq. with Verbs of motion,δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπόν Hdt.9.59
;ἰέναι Id.3.77
;χρῆσθαι Id.6.112
;χωρεῖν Th.4.31
;δ. ξυνῆψαν E. Ph. 1101
;βοηθῆσαι δ. Ar.Fr. 551
: in pl., , Supp. 819.2 foot-race, as a contest, IG2.594.11, al.: prov., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον (- μου codd.) θεῖν to run for one's life, Hdt.8.74; ;περὶ ψυχῆς ὁ δ. Pl.Tht. 173a
: generally, contest, πλαγᾶν δρόμος, i. e. a pugilistic contest, Pi.I.5(4).60.4 in speaking, rapid delivery, Longin.Rh.p.312S.3 public walk,ἐν εὐσκίοις δ. Ἀκαδήμου Eup.32
, cf. IG22.1126.36, etc.; colonnade, Pl.Tht. 144c;κατάστεγος δ.
cloister,Id.
Euthd. 273a;δ. ξυστός Aristias 5
; in Crete, = γυμνάσιον, Suid., cf. SIG463.14 (Itanos, iii B. C.); δὔ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε having taken two or three turns in the cloister, Pl.Euthd. l. c.; in Egypt, avenue of Sphinxes at entrance of temples, OGI56.52 (Canopus, Ptol. III), Str.17.1.28, etc.;δ. τοῦ ἱεροῦ BGU 1130.10
(i B. C.).5 metaph., ἔξω δρόμου or ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι get off the course, i. e. wander from the point, A.Pr. 883 (anap.), Pl.Cra. 414b;ἐκ δρόμου πεσεῖν A.Ag. 1245
; οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου 'tis not foreign to the purpose, Id.Ch. 514.III δ. δημόσιος, = Lat. cursus publicus, Procop. Vand.1.16, Arc.30, Lyd.Mag.2.10; δ. ὀξύς, = Lat. cursus velox, ib.3.61, POxy.900.7 (iv A. D.), etc. -
5 καλλιστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιστάδιος
-
6 κόνιστρα
κόνῑσ-τρα, ἡ,2 arena in a wrestling school, Lyc.867, Plu.2.638c;δρόμοι καὶ κ. καὶ γυμνάσια Ael.NA11.10
, cf. 6.15, Eust.382.32; also in a theatre, Suid. s.v. σκηνή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόνιστρα
-
7 νυχθήμερος
II as Subst. [suff] νυχθ-ήμερον, τό, a night and a day, the space of 24 hours, 2 Ep.Cor.11.25, Gal.7.508, Cleom.1.6, Ptol.Alm.3.9, Herm. ap. Stob.1.21.9, Gp.5.8. S, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυχθήμερος
-
8 παλίμπλαγκτος
πᾰλίμ-πλαγκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίμπλαγκτος
-
9 παράφορος
A borne aside, carried away,οὕτω π. πρὸς δόξαν Plu.Them.3
; of a bandage, liable to slip, Hp.Art. 4; of a shot, deviating from its course, Ph.Bel.80.9,al.; glancing off an obstacle, ib.84.16.2 reeling, staggering,στείχειν π. ποδί E.Hec. 1050
; δρόμοι π. Plu.2.501d ; παράφορον βαδίζειν, of a drunkard, Luc.Vit. Auct. 12 ;τὸ π. τῶν πινόντων Corn.ND30
: c. inf., σπείρειν π. ὁ μεθύων unsteady for sowing seed, Pl.Lg. 775d.3 c. gen., wandering away from, παράφορος ξυνέσεως deranged, Id.Sph. 228d : abs., mad, frenzicd, μῦθοι ἀπίθανοι καὶ π. Plu.Art.1 ; simply, misled, prob. in Teles p.9 H. (- φρονοι codd. Stob.): neut. as Adv., of a madman, παράφορον δέρκεσθαι, ἀναβοᾶν, Luc.Fug.19, Am.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράφορος
-
10 τροῦροι
τροῦροι· δρόμοι, στάδιοι, Hsch. [full] τρουφωνίδαι· εἶδος κροκωτοῦ, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροῦροι
-
11 ἀΐδρυτος
A unsettled, unstable, δρόμοι ἀν. E.IT 971; χρόνοι irregular, Ruf.Interrog. 12; ἄοικοι καὶ ἀν. Plu.TG 9; νῆσος ἀν. floating, D.H.1.15; τὸ ἀν. τῆς γνώμης, τῆς οὐσίας, Ph.2.112, Dam.Pr. 413.II with no fixed abode,Τίμων ἦν ἀ. τις Ar. Lys. 809
(lyr.); ἄσπειστος, ἀν. D.25.52;οἰκοῠσιν φεύγοντες, ἀ. κακὸν ἄλλοις Cratin.209
(expl. byὃ οὺκ ἄν τις αὑτῷ ἱδρύσαιτο EM42.10
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀΐδρυτος
-
12 ἀλλεπαλληλία
ἀλλεπαλληλία, ἡ,A accumulation, Eust.12.3. [full] ἀλλεπάλληλος, ον, one upon another, successive,ῥανίδες EM702.20
; νῆσσαι Sch.Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συν-ομ-ήλικες) EM291.37; τὸ ἀ. accumulation, Paus.9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett. Val.331.22; constantly changing,ἀποτελέσματα 243.29
. Adv. - ως in varied style, 272.23:—also, in layers, of stones, Arg.E.Ph.:—perh. to be written divisim ἄλλ' ἐπ., Alciphr.Fr.6.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλεπαλληλία
-
13 ἄφετος
A let loose, ranging at large, esp. of sacred flocks that were free from work,ἄ. ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ.. ἱερῷ Pl. Criti. 119d
;νέμονται ὥσπερ ἄφετοι Id.Prt. 320a
, cf. R. 498c, Isoc.5.127, Call.Del.36.II of persons, dedicated, free from worldly business, E. Ion 822, Plu.2.768b; [γένη] ἀπόλυτα καὶ ἄ. Iamb.Myst.1.8
;ἄ. παντὸς τοῦ δεινοῦ Max.Tyr.3.9
.2 of things,ἄ. ἡμέραι
holidays,Poll.
1.36; νομὴ ἄ. free range, of horses, Plu.Lys.20;ὁρμαί Ph.2.380
, cf. Plu.2.12a;δρόμοι Id.Cleom.34
;ἐξουσία τοῦ λέγειν Phld.Herc.862.10
;κακουργίαι Id.Piet.21
;τὸ ἄ. τῆς κόμης Luc.Dom.7
;τοῦ λόγου Hermog.Id.1.6
. Adv.-τως, ὁρμᾶν
freely,Ph.
1.135, cf. Dam.Pr. 307;ἀπολαύει Phld.D.3
Fr.89.3 of style, rambling, prolix, Luc.Tox. 56. -
14 ὁπλίτης
A heavy-armed, armed, ὁ. δρόμοι races of men in armour, opp. the naked race (v.στάδιον 11
), Pi.I.1.23 ; called ὁ ὁ. or simply ὁπλίτης ([dialect] Dor., Arc. - τας ) in IG5(1).1120 (Geronthrae, v B. C.), 5(2).550.26 (Lycaeum, iv B. C.), etc. (= τοῦ ὅπλου δρόμος, Paus.6.13.1), cf. ὁπλιτοδρομέω;ἀνὴρ ὁ. A.Th. 717
, E.Supp. 585, etc.; ὁ. στρατός an armed host, Id.Heracl. 800 ; ὁ. κόσμος warrior-dress, armour, ib. 699.II mostly as Subst., ὁπλίτης, ὁ, heavy-armed foot-soldier, man-at-arms, who carried a pike ([etym.] δόρυ ) and a large shield ([etym.] ὅπλον),Ἀθηναίων οἱ στρατηγοὶ καὶ.. οἱ ὁ. IG12.116.25
; ὁπλῖται, opp. ψιλοί, Hdt.9.30, Th. 1.106 ; opp. γυμνῆτες, Hdt.9.63 ; opp. ἱππεῖς, Pl.R. 552a ; opp. τοξόται, Id.Criti. 119b ; to be a ὁπλίτης implied the possession of full civic rights, hence οἱ ὁ., opp. οἱ βάναυσοι, Arist.Pol. 1326a23 ; and, in oligarchical states, opp. ὁ δῆμος, ib. 1305b33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπλίτης
-
15 ὑπερμήκης
A exceedingly long, ; ἡ βασιλέος.. χεὶρ ὑ. the king's arm is very long, reaches very far, Hdt.8.140.β.3 ὑπερμάκης βοά a cry exceeding loud, Pi. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερμήκης
-
16 ὑπηέριος
ὑπηέριος, ον,A exposed to the air, δρόμοι, opp. ἐν τῷ ἱματίῳ, Hp.Vict. 2.63 (v. Loeb ed.).2 misty, A.R.4.1577.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπηέριος
-
17 ποδάρκης
Grammatical information: adj.Meaning: adjunct of Achilles ( ποδάρκης δῖος Άχιλλεύς Il.), also of Hermes (B.), of δρόμοι and ἡμέρα (Pi.); also as adjunct of a remedy against gout (Gal.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Prop. `keeping off or helping with the feet, i.e. `quickfooted' = ποδώκης; in Gal. = `helping the feet'; from ἀρκέω in the older ep. meaning `keep off, help', not (wiht Bechtel Lex. s. v.) in the younger meaning `be sufficient'. On ποδάρκης beside ποδώκης and πόδας ὠκύς Treu Von Homer zur Lyrik 6, Bergson Eranos 54, 69.Page in Frisk: 2,569Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ποδάρκης
-
18 στάδιον
Grammatical information: n.,Meaning: `race-course, stadium', sec. as length-measure of changing length, after Hdt. 2, 149 = 100 ὀργυιαί or 6 πλέθρα (Thgn., Pi., IA.).Compounds: As 2. element in σταδιο-δρόμος m. `racer' (Simon., Att.), later σταδια- στάδιον `id.' (hell. a. late inscr. a. o.; hypercorrect formation after the plur. στάδια); often as 2. member, esp. after numerals, e.g. ὀκτα- ( ὀκτω-) στάδιος `measuring eight st.' (Plb., Str.).Derivatives: σταδι-εύς m. `racer' (Plb. a.o.; Bosshardt 43), - εύω `to run for the wager' (Arist. a. o.), - αῖος `measuring one st.' (Plb., D.H. a.o.), - ασμός m. `measuring by st.' (Str. a.o.: *στα-διάζω).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Old folketymol. tranformation of σπάδιον (Argiv.; s. σπάω) after στάδιος (Prellwitz s. v.).? Diff. Bechtel Dial. 2, 473: στάδιον original; from this by dissim. σπά-διον. -- Lat. LW [loanword] stadium `race-course'.Page in Frisk: 2,773Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάδιον
См. также в других словарях:
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Mikis Theodorakis — (Μίκης Θεοδωράκης) Mikis Theodorakis in 2004 Background information Born July 29, 1925 (1925 07 29) (age 86) … Wikipedia
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek